- μεμαρτυρημένως
- μεμαρτυρημένως (Μ)επίρρ. με επαρκείς μαρτυρίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεμαρτυρημένος, μτχ. μέσ. παρακμ. τού μαρτυρῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεμαρτυρημένως — μαρτυρέω bear witness perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)